Ένα από τα σπουδαιότερα συγκροτήματα του post metal ήχου, οι Deafheaven, επιστρέφουν στην Αθήνα για τρίτη φορά, 3 χρόνια μετά την τελευταία και 11½ μετά την πρώτη, σε μία, ακόμα, μεγάλη παραγωγή της Smoke The Fuzz (η οποία, μάς τους έφερε και την προηγούμενη φορά), για μία και μοναδική εμφάνιση, την Κυριακή, 7 Δεκεμβρίου 2025, στο Κύτταρο, όπου και θα ολοκληρώσουν πανηγυρικά, τη φετινή, ευρωπαική τους περιοδεία για την προώθηση του νέου, έκτου δίσκου τους με τίτλο ‘Lonely People With Power’, ο οποίος κυκλοφόρησε φέτος και χαρακτηρίστηκε από κοινό και κριτικούς ως ο καλύτερος της χρονιάς. Ας πούμε, όμως, δυο λόγια για τους Deafheaven και ας κάνουμε και μια μικρή αναδρομή στην πορεία τους, η οποία, φέτος, έκλεισε τα 15 της χρόνια και συνεχίζεται δυναμικά.
Αν υπάρχει ένα συγκρότημα που συζητήθηκε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, με την έναρξη των ‘10s, αυτό ήταν οι Deafheaven και όχι αδίκως. Ξεκινώντας ως ντουέτο, τον Φεβρουάριο του 2010 και γράφοντας ένα πρώτο demo τεσσάρων κομματιών με δανεική ακουστική κιθάρα (ελλείψει ηλεκτρικής), την οποία αναγκάστηκαν να δανειστούν, μαζί με τον δέοντα εξοπλισμό, από το στούντιο, όπου στη συνέχεια, το ηχογράφησαν, διαδικασία για την οποία, δεν είχαν ούτε τα πεντακόσια δολάρια που απαιτούνταν, έφτασαν μέσα σε μια τριετία, να γίνουν το πιο πολυσυζητημένο συγκρότημα στη μέταλ – και όχι μόνο – σκηνή.
Το EP κυκλοφόρησε με τέσσερα κομμάτια υπό τον απλό τίτλο ‘Demo’, το καλοκαίρι του 2010, από τα δύο πρώτα και βασικά μέλη της μπάντας, τον τραγουδιστή George Clarke και τον κιθαρίστα Kerry McCoy. Προσέλαβαν τρία ακόμα μέλη και ξεκίνησαν να παίζουν ζωντανά. Η αξία τους, φάνηκε από νωρίς και ως το τέλος του 2010, είχαν ήδη προσεγγιστεί από τη δισκογραφική Deathwish και δώσει τα χέρια μαζί της.
Περνώντας από αρκετές δυσκολίες, με μέλη να προστίθενται, να αποχωρούν, νέα να έρχονται, η μπάντα να μαθαίνει πως είναι να ζεις, να γράφεις, να περιοδεύεις και να εμφανίζεσαι συλλογικά, παράλληλα προχώρησαν το καλλιτεχνικό τους έργο και μετά το demo, κυκλοφόρησαν τον Απρίλιο του 2011, τον πρώτο τους δίσκο με τίτλο ‘Roads To Judah’ με πέντε κομμάτια, ο οποίος έδωσε ένα πρώτο στίγμα του τι θα ακολουθούσε, άρεσε σε κοινό και κριτικούς και μέσω αυτού, άνθισε περισσότερο η δημιουργικότητά τους.
Η τότε δισκογραφική τους, κυκλοφόρησε το ίδιο έτος, έναν δίσκο ζωντανής ηχογράφησης συναυλίας τους, με τίτλο ‘Live At The Blacktop’, ως μέρος μιας σειράς κυκλοφοριών ζωντανών ηχογραφήσεων συγκροτημάτων της και την επόμενη χρονιά, ένα άτιτλο split EP με τους Bosse-de-Nage, είδε το φως της δημοσιότητας, στο οποίο, η μπάντα συμμετείχε με ένα κομμάτι που αποτελούσε cover δύο παλιών κομματιών των Mogwai και με ένα κομμάτι οι BDN. Η κυκλοφορία άρεσε και υπογραμμίστηκε η επιρροή του post rock στη μουσική των Deafheaven.
Όλα αυτά, συνέβησαν την τριετία 2010 – 2012. Όταν ήρθε το 2013, κανείς δεν περίμενε τι θα συνέβαινε κατά τη διάρκειά του. Η ροή των γεγονότων ήταν χειμαρρώδης. Αρχές του χρόνου, οι Deafheaven μπαίνουν στο στούντιο, να ηχογραφήσουν τον δεύτερο ολοκληρωμένο δίσκο τους, ο οποίος κυκλοφόρησε αρχές τον Ιούνιο, με τίτλο ‘Sunbather’ και εφτά κομμάτια, κι αυτός από την Deathwish. Οι αντιδράσεις κατέκλυσαν το διαδίκτυο, τις συζητήσεις μεταξύ του κοινού αλλά και μεταξύ αυτού και των κριτικών. Κανείς δεν είχε ακούσει ξανά, κάτι αντίστοιχο ακριβώς. Φυσικά, δεν ανακάλυψαν την Αμερική, είδη, υποείδη και επιρροές προϋπήρχαν, αλλά ο συνδυασμός τους σε κομμάτια, με τον τρόπου που συνέβη, καθώς και με τον τρόπου που αυτά εκτελούνταν ζωντανά, ήταν και εξακολουθεί να είναι ως και σήμερα, εντυπωσιακός και πρωτοπόρος.
Σε γενικές γραμμές, μουσικά κινούνται ανάμεσα στο black metal, στο post metal και στο sludge metal. Αυτό είναι κάτι που έχουμε ξαναδεί, η πρωτοτυπία που έφεραν οι Deafheaven, όμως, είναι ότι ανακάτεψαν στοιχεία shoegaze, post rock και art metal, δημιουργώντας έναν εκρηκτικό συνδυασμό και κατατάσσοντας τη μπάντα σε μία από τις κορυφαίες του blackgaze, όρο και είδος που δεν επινοήθηκε για / από αυτούς, αλλά αυτές είναι που ανταποκρίθηκαν πλήρως σε αυτόν, κάνοντας το είδος, γνωστό στο ευρύ κοινό, όπως μια εικοσαετία νωρίτερα πχ, όπου οι Portishead δεν αποτέλεσαν την πρώτη trip hop μπάντα, αλλά είναι αυτή που υπηρέτησε το είδος τόσο πολύ και με τέτοιον τρόπο, ώστε να φτάσει στο ευρύ κοινό και να αγαπηθεί από αυτό. Κάτι αντίστοιχο έκαναν και οι Deafheaven με το blackgaze. Δεν είναι τυχαίο πως επισημάνθηκε πολλάκις ότι κατάφεραν να διευρύνουν τα όρια του black metal και να το καταστήσουν εύληπτο από μεγαλύτερη μερίδα ακροατών. Είναι κατόρθωμα από μόνο του, ειδικά στην εποχή μας, και πρέπει να αναγνωριστεί από τους πάντες αυτό, ασχέτως του αν τους αρέσει ή όχι η μουσική τους. Εντυπωσιακή είναι η επιρροή του post rock στοιχείου σε πολλά κομμάτια τους, που ενίοτε φτάνει μέχρι και σε drone κορυφώσεις, ανάμεσα στο scream στοιχείο που κυριαρχεί.
Όπως συνηθίζεται με οτιδήποτε ακούγεται πολύ, με τον δίσκο αυτοί, οι Deafheaven απέκτησαν φανατικό κοινό και ακροατές, αλλά και φανατικούς εχθρούς και πολέμιους. Παλιοί και νέοι μεταλλάδες, τους προσκύνησαν και τους λάτρεψαν, αλλά τέτοιοι τους μίσησαν κιόλας. Από τους πρώτους, θεωρήθηκαν επαναστάτες, ανανεωτές του black metal, μελαγχολικοί, ρομαντικοί αισθηματίες, η metal εκδοχή των Slowdive. Από τους δεύτερους, θεωρήθηκαν επιφανειακοί χιπστεράδες, χωρίς μουσικές γνώσεις, επιδειξιομανείς, φλώροι και μουσικά επαναμβανόμενοι. Το τείχος που υψώθηκε μεταξύ των δύο πλευρών, δεν έπεσε ποτέ, αν και με τον καιρό, κάπως ξεχάστηκε, όταν ο χαμός καταλάγιασε, τα χρόνια πέρασε και η μπάντα δοκίμασε και κάπως διαφορετικά πράγματα, μουσικά μιλώντας. Παρά τις όποιες συζητήσεις και διαφωνίες, όμως, ο δίσκος απέσπασε τις καλύτερες των κριτικών, διεθνώς (μόνο το Pitchfork, τον κατέταξε ως #1 στη λίστα των καλύτερων μέταλ δίσκων του 2013), αγαπήθηκε όσο ελάχιστοι δίσκοι στον 21ο αιώνα και αποτέλεσε ορόσημο στην καριέρα του συγκροτήματος, και απογειώνοντάς την, αλλά αποδεικνύοντας τις φοβερές τους, μουσικές ικανότητες. Ακόμα, αποτέλεσε ορόσημο για τη μουσική μιας ολόκληρης γενιάς, ορόσημο για τη δεκαετία των ‘10s, ενώ αποτέλεσε σημείο – σταθμό έμπνευσης και επιρροής αμέτρητων μουσικών και μπαντών ανά τον κόσμο. Πόσο σπάνιο και εντυπωσιακό είναι αυτό;
Σαρωτική επιτυχία, εκτεταμένες περιοδείες, θαυμασμός και αμφισβήτηση προς τη μπάντα, ήταν τα στοιχεία της νέας ζωής των Deafheaven, οι οποίοι, τρία χρόνια νωρίτερα, ούτε που θα διανοούνταν που θα έφταναν και μάλιστα, τόσο σύντομα. Μάλιστα, ο ‘Sunbather’, όπως και το ‘Demo’, γράφτηκαν εξ’ ολοκλήρου από τα δύο βασικά μέλη της μπάντας και όχι από ολόκληρη, όπως ο ‘The Road To Judah’. Ενάμιση χρόνο μετά, κυκλοφορούν το single ‘From The Kettle Onto The Coil’, λέγοντας πως ανήκει, μουσικά, στα κομμάτια του ‘Sunbather’ και ίσως να μη χαρακτηρίζει το πνεύμα του όποιου, επόμενου, δίσκο τους. Η ώρα, αυτή, δεν άργησε να έρθει, αφού τον Οκτώβριο του 2015, κυκλοφορεί από την Anti, τη νέα τους δισκογραφική, ο τρίτος τους δίσκος, με τίτλο ‘New Bermuda’ και πέντε κομμάτια, με τη μουσική του, να κινείται σε παρόμοια επίπεδα με τον προηγούμενο, αλλά ακόμα πιο δυναμικά και χωρίς να επαναλαμβάνεται, αντιγράφοντας εκείνον. Έγινε δεκτός με επευφημίες, από τους fans που περίμεναν το επόμενό τους βήμα, ενώ και οι κριτικοί τον καλοδέχτηκαν, αναφέροντας πως ο δίσκος αυτός, επισφραγίζει τη μουσική τους ιδιοφυία (σαν να λένε ότι αποδείχτηκε πως η μπάντα αυτή, δεν ήταν απλώς ένα πυροτέχνημα, αλλά διαθέτει τα εχέγγυα να παραμείνει στον χρόνο). Μέχρι και μικρά, διάσπαρτα, pop και ethereal στοιχεία, εντοπίστηκαν από κάποιους, ενώ σε ακόμα έναν δίσκο, γίνεται αντιληπτή η συναισθηματική πλευρά της μπάντας, η οποία υπάρχει ως υπόβαθρο, κάτω από κάθε κραυγή, στα κομμάτια. Οι κριτικές, ήταν ξανά αποθεωτικές, όπως εν τέλει, με κάθε νέα κυκλοφορία της μπάντας, πια.
2,5 χρόνια πέρασαν, μέχρι το καλοκαίρι του 2018, οπότε και κυκλοφόρησε ο τέταρτος δίσκος τους με τίτλο ‘Ordinary Corrupt Human Love’ και επτά κομμάτια, ένας εμφανώς διαφορετικός και απροκάλυπτα πιο συναισθηματικός δίσκος από τη μπάντα της καρδιάς μας. Αργά κομμάτια, απαγγελίες, πιάνο, σχεδόν ακουστικά βίντεο σε άδεια θέατρα, ανοιξιάτικη, αλλά και ερωτική διάθεση, καθώς και ένα ντουέτο με την Chelsea Wolfe, είναι τα νέα στοιχεία που διαφοροποιούν αυτόν τον δίσκο, αποδεικνύοντας πως οι Deafheaven, παίζουν μπαλίτσα μόνοι τους, σε όποιο γήπεδο επιλέξουν εκείνοι, κερδίζοντας πάντα! Δεν είναι τυχαίο πως και οι κριτικές, μίλησαν για ‘ανανεωτική διάθεση της μπάντας, χωρίς να εγκαταλείπει τον βασικό της, μουσικό πυρήνα’, για ‘επιτυχημένη μουσική μετατόπιση και για ‘την απαλή, πειραματική πλευρά μιας λαμπρής μπάντας’. Κι αν αυτό, αποτέλεσε ένα πρώτο πείραμα, σίγουρα κρίνεται επιτυχημένο, όλοι οι καλλιτέχνες έχουν δικαίωμα να πειραματίζονται, αλλά σε λίγους, αυτό, βγαίνει. Οι Deafheaven, είναι ανάμεσά τους. Φυσικά, δε θα μπορούσαν να λείπουν οι κραυγές και το μέταλ στοιχείο, αυτά είναι βασικά στοιχεία τους, ακόμα κι αν ανά κυκλοφορία, αλλάζουν ως προς τον βαθμό εμφάνισής τους. Να πούμε, βέβαια, πως το κομμάτι ‘Honeycomb’, έφτασε να είναι και υποψήφιο για Grammy Award For Best Metal Performance
Μέσα στο 2019, κυκλοφορούν ένα single, το ‘Black Brick’, εντελώς black metal, που θυμίζει τις ωμές, πρώιμες εκδοχές τους (και ακούγοντάς το, πολλοί αναφώνησαν πως επέστρεψε ο παλιός εαυτός της μπάντας, και καλά, λες και έφυγε ποτέ), απλώς και μόνο για να δείξουν ότι δεν ‘φλώρεψαν΄, όπως πολλοί τους κατηγόρησαν, αλλά απλώς κάνουν ό,τι γουστάρουν, όποτε γουστάρουν, ακριβώς επειδή μπορούν! Αν θέλουν να ουρλιάξουν, θα το κάνουν, αν θέλουν να γράψουν μελωδίες για ανοιξιάτικο περίπατο, επίσης θα το κάνουν, ακριβώς επειδή είναι οι fucking Deafheaven, όπως θα έλεγαν ίσως και σε κάποια άλλη χώρα, έχουν αποδείξει ότι μπορούν να το κάνουν και έχουν κατακτήσει δικαιωματικά την πλήρη ελευθερία τους, χωρίς να δίνουν αναφορά σε κανέναν (ούτε καν στους φασαίους που μετά τον ‘Sunbather’ είπαν πως ‘χάλασαν’, ούτε φυσικά και στους αιώνιους εχθρούς τους που κρίνουν την κάθε κίνησή τους), όπως και το βάθρο τους στην ιστορία της σύγχρονης μέταλ. Και επειδή τους αρέσει να παίζουν με όλους, όχι, αυτό το single δεν ήταν προπομπός νέου δίσκου (όπως θεωρήθηκε από πολλούς– και δεν εννοούμε ως προς τον χρόνο κυκλοφορίας του επόμενου, αλλά ως προς το περιεχόμενό του…), αλλά b-side του Ordinary Corrupt Human Love.
Τέλη του 2020, κυκλοφορούν τον δεύτερο, live δίσκο τους, από τη νέα τους δισκογραφική, τη Sargent Hourse, με τίτλο ’10 Years Gone’ και οχτώ επιλεγμένα κομμάτια από την έως τότε δισκογραφία τους, ένας ευχαριστήριος δίσκος προς το κοινό, με αφορμή τη δεκαετή τους επέτειο, ώστε να το ευχαριστήσουν που τόσα χρόνια, είναι δίπλα τους και τους στηρίζει, πριν μπουν στο στούντιο, να ηχογραφήσουν τον επόμενο, νέο τους δίσκο. Σκοπός τους, για τα δέκα τους χρόνια, ήταν να κάνουν μέσα στο 2020, μια περιοδεία, όπου θα έπαιζαν και παλιότερα κομμάτια τους, κάτι που δεν κατέστη δυνατό, λόγω της πανδημίας. Οπότε, αντί αυτής, μπήκαν για ένα studio session, ‘επισκέφθηκαν’ παλιότερα κομμάτια τους, από το ‘Daedalus’, από το demo τους, όπου ήταν και το πρώτο κομμάτι που έγραψαν, ως και το ‘Glint’ του τελευταίου δίσκου, προσφέροντάς μας μερικές ανανεωμένες εκδοχές αγαπημένων κομματιών τους, από ολόκληρη τη δισκογραφία τους. Αυτό τους έκανε να συνειδητοποιήσουν πόσο ευγνώμονες ήταν που κατάφεραν να συνεχίζουν να υπάρχουν ως μπάντα για δέκα χρόνια, αλλά και πόσο σπουδαίο ήταν κάθε τους τραγούδι, κάθε τους δισκογραφική δουλειά, αφού όλες έβαλαν το λιθαράκι τους στο να φτάσουν να συνεχίζουν να υφίστανται σήμερα και να απολαμβάνουν την αγάπη του κόσμου. Ευγνώμονες δηλώνουμε κι εμείς οι ίδιοι και ο δίσκος αυτός, ήταν ένα ανέλπιστο δώρο μέσα στη δεύτερη καραντίνα. Όπως ειπώθηκε, ‘ο δίσκος αυτός, δεν είχε την ενέργεια των άλλων, και πώς θα μπορούσε, άλλωστε; Αποτελεί, όμως, ένα μουσικό χρονικό της σπουδαίας αυτής μπάντας που άλλαξε τον ρου της ιστορίας της σύγχρονης μέταλ’.
Καθώς οδεύαμε στο τέλος του καλοκαιριού του 2021, έφτασε και η ημερομηνία κυκλοφορίας του έκτου studio album τους, με τίτλο ‘Infinite Granite’, τον πιο διαφορετικό, ως σήμερα, δίσκο τους, σε σχέση με το σύνολο της προηγούμενης δισκογραφίας τους γενικά, αλλά και των πρώτων ετών τους, ειδικά. Διασκεδάζοντας τις εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν με το ‘Black Brick’, οι Deafheaven επέστρεψαν δισκογραφικά με έναν από τους καλύτερους shoegaze δίσκους, με έντονα post rock στοιχεία. Για πρώτη φορά στη δεκαετή δισκογραφία τους, παρατηρείται πλήρης έλλειψη, όχι απλώς του black στοιχείου, αλλά του metal, γενικώς, καθώς επίσης και σχεδόν πλήρης απουσία του screamo (υπάρχει κάπου κι αυτό, εκεί που δεν το περιμένεις, στο τέλος του δίσκου, για να μην ξεχνάμε και τις ρίζες μας). Είναι, επίσης, η πρώτη φορά που παραδίδονται εντελώς καθαρά φωνητικά από τον αγαπημένο τραγουδιστή της μπάντας, George Clarke. Ένας υπέροχος δίσκος που δεν περιμέναμε, ειδικά από τους Deafheaven, αλλά τελικά, τόσο πολύ χρειαζόμασταν. Ένας μουσικός συνδυασμός που θυμίζει Nothing μαζί με πρώιμους Placebo, ένας δίσκος που όχι απλώς θυμίζει άνοιξη και ελπίδα, αλλά την φέρνει και την εγκαθιστά ο ίδιος, ένα ηλιόλουστο φως ξεπροβάλλει ακούγοντάς τον, που σε κάνει να χαμογελάς, να μην πιστεύεις στα αυτιά σου και να σκέφτεσαι πως τελικά, όλα γίνονται και όλα είναι υπέροχα, όταν προέρχονται από καλλιτέχνες που έχουν τη γνώση, την ικανότητα και την αγάπη για τη μουσική. Οι κριτικές εξύμνησαν την απόπειρα αλλαγής μουσικού ύφους, την ελπίδα που διαπνέει τον δίσκο συνολικά, αλλά και σε αντίστιξη με τις προηγούμενες δουλειές της μπάντας, τη μελωδικότητα και την ομορφιά της, την ανανέωση του ήχου και τη συνολική τους πρόοδο που υπογραμμίζει τη δυναμική της μπάντας, η οποία καθίσταται ανάμεσα στις κορυφαίες και πιο πρωτοποριακές της ροκ και της μέταλ. Φυσικά, δεν έλειψαν και οι αντιδράσεις, για τη μουσική στροφή τους αυτή και από μερίδα του κοινού, κυρίως από στενόμυαλούς που ζουν και αναπνέουν μόνο για τη μέταλ, μην αναγνωρίζοντας άλλα μουσικά είδη, αλλά και από άλλους, οι οποίοι νομίζουν ότι μπορούν να ακυρώνουν και να θέτουν βέτο στην επιθυμία των καλλιτεχνών να μην παραμένουν στάσιμοι και επαναλαβανόμενοι (ακόμα κι αν σε μια συγκεκριμένη περίοδο, όχι απλώς θέλουν να αποπειραθούν κάτι άλλο, αλλά κι όταν δεν έχουν τίποτα να πουν με τον τρόπο που το έκαναν ως τώρα), αλλά να δοκιμάζουν, εφόσον το θελήσουν, τον εαυτό τους, και σε κάτι διαφορετικό, αναμετρώμενοι και με τις ίδιες τους τις δυνάμεις. Δεν έλλειψαν οι διαφωνίες και από κριτικούς που ναι μεν δεν έβρισκαν τον δίσκο κακό, αλλά εντόπισαν ‘έλλειψη βάθους’ και ‘αδυναμία στα καθαρά φωνητικά’ – είναι αυτοί οι ίδιοι, ελάχιστοι, που τους black metal δίσκους της μπάντας, τους είχαν του πεταματού. Έτσι έχουμε κι εμείς τις απόψεις τους.
Μετά τον πολύ όμορφο αλλά και πολύ διαφορετικό δίσκο, ο οποίος, έριξε λίγο τη δημοφιλία τους, η αλήθεια είναι και η οποία, ως τότε, παρουσίαζε ούτως ή άλλως, σταθερά φθίνουσα, με πολύ αργούς ρυθμούς, βέβαια, πορεία, μετά την απότομη κορύφωση εμφάνισε με τον ‘Sunbather’, διατηρώντας, παρ’ όλα αυτά, μεγάλα ύψη μέχρι τον ‘Infinite Granite’, αφενός, κανείς δε λάμβανε υπόψη πως οι ίδιοι οι Deafheaven, δεν ενδιαφέρονταν για αυτή, αφού τη γνώρισαν αρκετά νωρίς και συνεχίζοντας σε ένα πολύ ποιοτικό δρόμο, ήξεραν πως δεν είχαν, πια, να αποδείξουν τίποτα σε κανέναν, αλλά απλώς να κάνουν το κέφι τους, γράφοντας τη μουσική που οι ίδιοι γουστάρουν, στην περίοδο και στη φάση που εκείνοι γουστάρουν. Αφετέρου, κανείς δεν ήξερε ποιο θα ήταν το επόμενο βήμα τους στο εξής και τι αυτό θα περιλάμβανε, ενώ καθώς ο καιρός περνούσε, τα πράγματα φαίνονταν κάπως δυσοίωνα σε αρκετό κόσμο και έτσι, κανείς δεν κατάλαβε από πού τον βρήκε το φετινό χτύπημα που επιφύλασσαν σε όλους οι Deafheaven, οι οποίοι, πέραν των πολλών μουσικών ικανοτήτων τους, διαθέτουν πάντα και την ικανότητα να μας εκπλήσσουν σε βαθμό μεγάλο και με τρόπο εντελώς ανυπολόγιστο.
Έτσι, λοιπόν, αφού το 2023 εμφανίστηκαν ως headliners στο Roadburn Festival για δύο διαδοχικές βραδιές, όπου τη μία, έπαιξαν ολόκληρο το ‘Infinite Granite’ και την επόμενη, ολόκληρο το ‘Sunbather’, με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα ετών από την κυκλοφορία του, ακολούθησαν μερικές ακόμα επετειακές εμφανίσεις διεθνώς όπου έπαιξαν μόνο τον Sunbather στην ολότητα του, ο οποίος επανακυκλοφόρησε από την Deathwish για τα δέκα του χρόνια, σε remastered / reissued έκδοση. Και έτσι, φτάνουμε στο 2025. Οι Deafheaven ανακοινώνουν ότι υπέγραψαν σε νέα δισκογραφική, στη Roadrunner και αυτό, ένα μόνο πράγμα μπορούσε να σημαίνει, ότι θα έπρεπε να περιμένουμε νέο δίσκο. Η επιβεβαίωση της υποψίας αυτής, δεν άργησε να έρθει, μάς βρήκε όμως, όλους εντελώς ανυποψίαστους για το τι θα έφερνε μαζί της: Τον ‘Lonely People With Power’, τον καλύτερο μέταλ δίσκο της χρονιάς και αν όχι τον καλύτερο δίσκο που παρέδωσαν εντός δεκαπέντε ετών οι Deafheaven στο κοινό τους, σίγουρα τον καλύτερο μετά τον ‘Sunbather’. Βέβαια, στην περίπτωση των Deafheaven, ο συγκριτικός ορισμός καλύτερος, δεν ισχύει, αφού όχι μόνο κανένας δίσκος τους δεν ήταν ποτέ κακός, αλλά ήταν όλοι εκπληκτικά καλοί, απλώς ο νέος, ίσως ήταν ο πιο δυνατός από όλους και για αυτό ο όρος ‘καλύτερος’ χρησιμοποιείται κάπως καταχρηστικά και όχι απολύτως εννοιολογικά.
Το τι χαστούκι φάγαμε όλοι με αυτόν τον δίσκο, αλλά κυρίως, όσοι είχαν προ καιρού ξεγράψει τους Deafheaven, δεν περιγράφεται εύκολα. Ένας δίσκος – ογκόλιθος, με βάρος, ορμή, δυναμική, με στροφή 180 μοιρών της μπάντας στον black metal ήχο και πλήρη επιστροφή στις ρίζες της, τις οποίες τίμησαν με τον καλύτερο τρόπο, όντας πιο βαριοί και ασήκωτοι από ποτέ, μέσα σε αυτόν τον δίσκο, ξεπερνώντας κάθε προηγούμενη σχετική κατάθεσή τους. Φυσικά, αυτό δε σημαίνει πως από τον δίσκο λείπουν οι φωτεινές, μαγικές, ελπιδοφόρες και συναισθηματικές στιγμές – δε θα μπορούσαν, αφού είναι τόσο ταυτόσημες με τη μπάντα, όσο και ο black ήχος, αυτά τα δύο στοιχεία, εξαρχής βρίσκονται περιπλεγμένα σαν έλικα dna σε κάθε δουλειά τους και είναι και από αυτά που την έκαναν εξαρχής να ξεχωρίζει.
Ο δίσκος, με 13 κομμάτια παρακαλώ (και με δύο συνεργασίες, σε ένα κομμάτι με τη Jae Matthews των Boy Harsher και σε ένα άλλο, με τον Paul Banks) επαναπροσδιορίζει το τι σημαίνει post metal ήχος το 2025 ενώ υπογραμμίζει ξανά τις απίστευτες μουσικές, συνθετικές και φωνητικές ικανότητες που διαθέτουν ως μπάντα οι Deafheaven, ενώ έμμεσα, μας κλείνει το μάτι λέγοντας πως αν θέλουν να παίξουν black metal, θα παίξουν black metal, αν θέλουν να παίξουν shoegaze, post rock κ.ο.κ., θα το κάνουν χωρίς την άδειά μας, όλα άπτονται απλώς και μόνο της επιθυμίας τους και του αν και πότε θα θελήσουν να κάνουν αυτό που νιώθουν και τους βγαίνει. Ο δίσκος εξυμνήθηκε διεθνώς από κοινό και κριτικούς, όπως και η επιστροφή τους στον metal ήχο και στα βρώμικα φωνητικά. Άνθρωποι που εδώ και χρόνια είχαν εγκαταλείψει τις ακροάσεις και την παρακολούθηση της μπάντας, επέστρεψαν προσκυνώντας γονατιστοί σε αυτήν. Ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Μάρτιο, δηλαδή στο πρώτο, μόλις, τρίμηνο του έτους, αλλά εκτός του ότι μπήκε από όλους, απευθείας, στη λίστα των καλύτερων του 2025, από πολλούς, όπως ο γράφων, τοποθετήθηκε κατευθείαν στην κορυφή αυτής, στο νούμερο #1 της, αφού ακούγοντάς τον, καταλαβαίνεις πως ό,τι άλλο κι αν έβγαινε στο υπόλοιπο του έτους, δεν επρόκειτο να το ξεπεράσει με τίποτα.
Νομίζω είναι περιττό να πω, αλλά εγώ θα το κάνω, πόσο μεγάλη χαρά και τιμή νιώθουμε που θα υποδεχτούμε ξανά την τεράστια, μπάντα, αυτή, στην Αθήνα και μάλιστα, σε μία από τις καλύτερες φάσεις της πορείας της και σε μία από τις καλύτερες, δισκογραφικά μιλώντας, στιγμές της, αυτή την Κυριακή, στις 7 Δεκεμβρίου, στο Κύτταρο. Ακόμα παραμένουν νωπές οι μνήμες από την προηγούμενη φορά, τον Οκτώβριο του 2022, στο Gagarin, όταν επέστρεψαν δυναμικά, μετά από 8½ χρόνια στην Αθήνα, τα έδωσαν όλα και τα διέλυσαν όλα, κλείνοντας και τότε, την ευρωπαϊκή τους περιοδεία εδώ και όταν τελείωναν την εμφάνισή τους, ο George είπε πως χαίρονταν πολύ που επέστρεψαν, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια, πως είμαστε υπέροχοι, μας αγαπούν και έδωσε την υπόσχεση που κράτησε, πράγμα στο οποίο προσβλέπαμε, ότι θα επέστρεφαν σίγουρα και μάλιστα, πολύ πιο σύντομα από ότι εκείνη τη φορά. Η χαρά μας για την επιστροφή τους αλλά και που δε χρειάστηκε να αναμένουμε ακόμα μια οκταετία για αυτή, είναι απερίγραπτη, όπως και η προσμονή μας τεράστια, για το βράδυ της Κυριακής.
Η μπαντάρα από το Σαν Φρανσίσκο, με τους έξι δίσκους, τους δύο live δίσκους και τα δύο EPs, επιστρέφει, λοιπόν, στην Αθήνα για να δώσει την τελευταία της συναυλία για το 2025 στην πόλη που μπορεί το κοινό της να μην είναι τεράστιο, αλλά όσο κι αν αυτό είναι, είναι φανατικό και θα την αποθεώσει, για μία ακόμα φορά, όπως της αξίζει. Ο ερχομός της, όμως, δεν πρέπει να θεωρείται κάτι αναμενόμενο ή ευκόλως εννοούμενο, όχι μόνο λόγω του μικρού κοινού της, αλλά και για την απροθυμία διοργανωτών να φέρουν σπουδαίες μπάντες, πέρα από τα τετριμμένα. Μπάντες που κάνουν το ένα sold out μετά το άλλο, όπου παίζουν, αλλά ξέρουν πως εδώ δεν πρόκειται να γεμίσουν στάδια ή τεράστιους κλειστούς χώρους και δεν ασχολούνται καν. Είναι ένα πονεμένο θέμα για τους φανς, που εμείς, οι γνώστες, κατέχουμε καλά και θα μπορούσαμε να αρχίσουμε να το αναλύουμε, να μιλάμε για ώρες και να μην καταλήγουμε πουθενά. Στην προκειμένη περίπτωση, οι Deafheaven ήρθαν για πρώτη φορά στην Αθήνα, τον Μάιο του 2014, έναν ολόκληρο χρόνο μετά την κυκλοφορία του ‘Sunbather’ και ενώ ακόμα περιόδευαν προωθώντας τον. Δηλαδή, κατέφτασαν στην πιο καυτή, πρώτη στιγμή της πορείας τους. Εδώ, το κοινό είτε αδιαφόρησε, είτε δεν το είχε αγγίξει ακόμα ο τυφώνας Deafheaven, αφού ως γνωστόν, στη χώρα μας, οι διεθνείς τάσεις, συχνά φτάνουν με καθυστέρηση. Από μαρτυρίες παρευρισκόμενων τότε, γνωρίζουμε πως ήταν εντυπωσιακοί και άφησαν τις καλύτερες εντυπώσεις. Όταν ακολούθησαν οι δίσκοι του 2015 και του 2018, το κύμα αγάπης, είχε αγγίξει και τη χώρα μας, η οποία παρακαλούσε να τους φέρουν, όμως κανείς δεν έπαιρνε το ρίσκο, μέχρι που το 2019, η αγαπημένη Smoke The Fuzz, τούς έκλεισε για το 2020. Η συναυλία αναβλήθηκε, λόγω της πανδημίας, για το 2021 και μετά, ξανά για το 2022, οπότε και έγινε, 2 ½ μετά το αρχικά προγραμματισμένο, με όλους μας να διατηρούμε την αμφιβολία μας μέχρι να βρεθούμε μέσα στο Gagarin, οπότε και τα ξεχάσαμε όλα, με αυτά που ζήσαμε με τους Deafheaven επί σκηνής, τα οποία και θυμόμαστε ως και σήμερα. Το ρίσκο της Smoke The Fuzz απέδωσε και η τόλμη της, ανταμείφθηκε από το κοινό με την προσέλευσή του και είναι αυτή η ανταμοιβή, που την κάνει να μάς τους φέρνει ξανά, σε αυτή τη μοναδική συγκυρία, πράγμα για το οποίο, δηλώνουμε ευγνώμονες. Υπάρχουν, βλέπετε, διοργανώτριες και διοργανώτριες εταιρίες, μικρές, μεσαίες, μεγάλες, άτολμες ή τολμηρές και μετά υπάρχει και η Smoke The Fuzz, μια κατηγορία από μόνη της, διότι κάνει, εδώ και 12 χρόνια, με πολλή αγάπη από τον ιθύνοντα νου της, τη μοναδική Ελίνα Κεμανίδη και άπειρο σεβασμό προς τις μπάντες και το κοινό τους, αυτά που σε άλλους φαίνονται αδιανόητα. Η λίστα παράθεσης τους, θα ήταν τεράστια, όμως θα σταθώ στο ότι εξαρχής η STF τόλμησε να φέρει μπάντες που είτε δεν είχαν έρθει ποτέ στη χώρα μας, είτε είχαν πάμπολλα χρόνια να έρθουν και κανείς δεν ενδιαφερόταν να τους ξαναφέρει, ώσπου να αναλάβει αυτή. Ένα μόνο θα πω, μιας και όλα τα άλλα, μπορούν να τα επιβεβαιώσουν οι χιλιάδες κόσμου που έχουν παρακολουθήσει διοργανώσεις της, όλα αυτά τα χρόνια. Υπήρξε μπάντα, η οποία σήμερα γεμίζει τον μεγαλύτερο κλειστό συναυλιακό χώρο, η οποία είχε έρθει δύο φορές, σε αρκετά μικρούς χώρους, με διάστημα τριών χρόνων ανάμεσα στις επισκέψεις τους και για πέντε χρόνια από την τελευταία, δεν τους έφερνε ξανά κανείς, ώσπου τους φέρνει η STF σε μεγάλο χώρο. Γίνεται πανικός. 1,5 χρόνο μετά, τους φέρνει ξανά σε ακόμα μεγαλύτερο. 3,5 χρόνια μετά, συμμετέχουν σε ένα φεστιβάλ και μήνες μετά, τους φέρνει ξανά σε μεγάλο χώρο η STF και γίνεται sold out. Ε, το είδε αυτό ‘μεγάλη’ διοργανώτρια, λύσσαξε και έκτοτε βούτηξε τη μπάντα και τη φέρνει ξανά και ξανά κάθε χρόνο. Δε θα σχολιάσουμε το ηθικό του θέματος, που είναι προφανές (ούτε τα της μπάντας, γιατί θα ξημερώσουμε), αλλά θα καυτηριάσουμε την πλήρη έλλειψη τόλμης (ας την έφερναν εκείνοι όταν κανείς δεν το έκανε, τολμούσαν;) και την έλλειψη πρωτοτυπίας (χάθηκαν άλλες μπάντες να δοκιμάσετε να συστήσετε στον κόσμο;). Επειδή τα πολλά λόγια είναι φτώχια, την Κυριακή αυτή, ακόμα μια σημαντική διοργάνωση της STF θα λάβει χώρα κι εμείς, θα είμαστε στο Κύτταρο και μάλιστα από νωρίς, για να μη χάσουμε και τους ωραίους, δικούς μας, Messier 13 που θα ανοίξουν τη βραδιά!
Ακολουθεί το δελτίο τύπου της διοργάνωσης για περισσότερες πληροφορίες:
Η Smoke the Fuzz gigs
περήφανα παρουσιάζει
τη θριαμβευτική επιστροφή
των ΚΑΘΗΛΩΤΙΚΩΝ
DEAFHEAVEN
για μία ζωντανή εμφάνιση στην Αθήνα
την Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2025
στη σκηνή του Κυττάρου!
Τη συναυλία θα ανοίξουν οι δικοί μας Messier 13!
Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2025 @ Κύτταρο
Πόρτες : 20:30
Έναρξη : 21:00
Τιμές εισιτηρίων : από €29
Σημεία προπώλησης:
Rhythm Records
Εμμανουήλ Μπενάκη 74, Εξάρχεια
τηλ. 210 384 1550
Metal Era
Εμμανουήλ Μπενάκη 22, Εξάρχεια
τηλ. 210 330 4133
Super Van Records
Χαριλάου Τρικούπη 2, Αθήνα
τηλ. 21 6202 3279
Sound Effect Records
Σπύρου Τρικούπη 50 & Καλλιδρομίου, Εξάρχεια
τηλ. 210 825 9883
και μέσω more.com :
– Online στο
https://bit.ly/Deafheaven-live-Kyttaro
&
– Τηλεφωνικά στο 11 876
– Σε φυσικά σημεία : καταστήματα NOVA, Public, Βιβλιοπωλεία Ευριπίδης και Viva Spot Τεχνόπολης (μέσα στο χώρο της Τεχνόπολης, είσοδος από οδό Περσεφόνης, Δευτ-Σαβ 11:00-19:00)
Οι Deafheaven από το San Francisco δημιουργήθηκαν το 2010, με βασικό πυρήνα τους το δίδυμο των George Clarke (φωνητικά) και Kerry McCoy (κιθάρες). Ηχογράφησαν ένα demo με budget μόλις 500 δολαρίων μέσα στην ίδια χρονιά (μόλις σε 100 κόπιες) σε ακουστική κιθάρα, καθώς δεν είχαν ενισχυτές για ηλεκτρικές κιθάρες. Αφού το έστειλαν σε διάφορα blogs και έλαβαν θετικές κριτικές, και παρότι δε σκόπευαν να το κυκλοφορήσουν, δέχτηκαν προσφορές να κάνουν συναυλίες. Έτσι προσέθεσαν μέλη των Whirr και Temple Of Saturn και κατέληξαν κουιντέτο. Στις 29 Ιουνίου του 2010 έδωσαν την πρώτη τους συναυλία και αυτό έγινε αφορμή να λάβουν πολυάριθμες προσφορές από δισκογραφικές εταιρείες, καταλήγοντας στην Deathwish Inc του Jacob Bannon, τραγουδιστή των Converge, λίγο πριν τελειώσει η χρονιά. Η αρχή του 2011 (Ιανουάριος) τους βρήκε να κυκλοφορούν το 7” “Libertine Dissolves” σε 1000 κόπιες, με το δίδυμο να συνοδεύεται από τον John Kline στα τύμπανα, ο οποίος δυστυχώς έφυγε από την ζωή το 2012 σε ηλικία 25 ετών. Λίγους μήνες μετά, στις 26 Απριλίου του 2011, το συγκρότημα κυκλοφόρησε το παρθενικό του άλμπουμ “Roads To Judah” με πλήρη σύνθεση. Το μπάσο ανέλαβε ο Derek Prine, τα τύμπανα ο Trevor Deschryver και τη δεύτερη κιθάρα ο Nick Bassett. Το άλμπουμ ονομάστηκε έτσι από το N Judah τρενάκι που είναι μέσο μεταφοράς στην πατρίδα τους το San Fransisco και έλαβε πολύ θετικές κριτικές παγκοσμίως. Η μπάντα βγήκε σε περιοδεία με τους Καναδούς noise rockers KEN Mode τον Ιούνιο του 2011 και το Νοέμβριο του 2011 μαζί με τους Russian Circles, για τους οποίους υποστηρίζουν μέχρι σήμερα ότι τους βοήθησαν πολύ να καταλάβουν πώς πρέπει να δουλεύουν και πώς να ανταπεξέρχονται στις περιοδείες. Συγκεκριμένα δήλωναν ότι, ενώ πάντα ήθελαν να γράφουν καλά κομμάτια, να είναι καλοί στις συναυλίες και να μην έχουν κακή συμπεριφορά, ήταν οι Russian Circles αυτοί που το «κάρφωσαν» στο κεφάλι τους. Το συγκρότημα, στο πλαίσιο των δωρεάν κυκλοφοριών της Deathwish Inc, κυκλοφόρησαν το “Live At The Blacktop 01.15.11” στις 28 Ιουλίου του 2011. Μέσα στο 2012, η μπάντα κυκλοφόρησε ένα split EP με τους Αμερικάνους blacksters Bosse-De-Nage (20/11/2012 μέσω της The Flenser) σε 12” βινύλιο 45 στροφών. Το 2013 έμελλε να είναι η μεγάλη χρονιά της ιστορίας των Deafheaven. To δεύτερο άλμπουμ που ετοιμαζόταν στα τέλη του 2011 και αρχές του 2012, ήταν έτοιμο πλέον. Με δηλώσεις τους, ο McCoy περιέγραφε το υλικό ως πιο γρήγορο, σκοτεινότερο και πολύ βαρύτερο και πειραματικότερο από το “Roads To Judah”, ενώ ο Clarke έλεγε ότι ακούγεται λιγότερο μελαγχολικό και λιγότερο συγκεντρωμένο γύρω από το black metal, έχοντας ένα πιο ροκ –ακόμα και ποπ- ήχο σε φάσεις. Ο δίσκος ηχογραφήθηκε όπως και το παλιό demo μόνο από το ιδρυτικό δίδυμο με τη βοήθεια του ντράμερ Daniel Tracy που είχε μπει στο συγκρότημα το 2012. Ο τίτλος του δίσκου, σύμφωνα με τον Clarke, αντιπροσωπεύει μία πλούσια, ομορφη και τέλεια ύπαρξη που είναι ανέφικτη και την πάλη του να αντιμετωπίσεις αυτή την πραγματικότητα εξαιτίας δικών σου λαθών, μπελάδων σε σχέσεις οικογενειακών προβλημάτων, θανάτους και διάφορα άλλα. Ο δίσκος κυκλοφόρησε στις 11 Ιουνίου του 2013 και, μεταξύ αναρίθμητων διακρίσεων, σκαρφάλωσε στο νούμερο 130 του Billboard 200 και στο νούμερο 2 του Top Heatseekers Chart. Tότε ήταν που η μπάντα στρατολόγησε τον μπασίστα Stephen Clark και τον κιθαρίστα Shiv Mehra για τις ανάγκες της επερχόμενης περιοδείας. Ο McCoy δήλωσε ότι τα προηγούμενα μέλη έφυγαν από το συγκρότημα καθώς δυσκολευόντουσαν με τη ζωή στο δρόμο και έβγαζαν από ελάχιστα ως καθόλου χρήματα από αυτό. Πρώτα περιόδευσαν στην Ευρώπη και τη Ρωσία τον Απρίλιο και το Μάϊο με τους The Secret, ενώ τον Ιούνιο και Ιούλιο με τους The Marriages. To 2014 (Ιανουάριος) περιόδευσαν στην Αυστραλία, έπαιξαν στη συνέχεια ως support των Between The Buried And Me μαζί με τους Intronaut και The Kindred μεταξύ Φλεβάρη και Μάρτη, καθώς και στην Ασία το Μάϊο και τον Ιούνιο, ενώ το υπόλοιπο του Ιουνίου επέστρεψαν στην Αμερική για εμφανίσεις με τους Pallbearer και στη συνέχεια, τον Αύγουστο περιόδευσαν ξανά στην Ευρώπη, ενώ το Σεπτέμβριο επέστρεψαν στη Βόρεια Αμερική μαζί με τους No Joy. Στις 25 Αυγούστου του 2014 κυκλοφόρησαν το single “From The Kettle Onto The Coil” μέσω της Williams Street Records, δηλώνοντας ότι δεν είναι ενδεικτικό του πώς θα μπορούσε να ηχεί το τρίτο τους άλμπουμ, καθώς η σύνθεση του βασιζόταν κατά πολύ στον τρόπο που συντέθηκε το υλικό του “Sunbather”. To “Sunbather” έκανε ένα τρομερό άνοιγμα σε όλο τον κόσμο για τους Deafheaven, τους άκουσαν ακόμα περισσότεροι οπαδοί, έγιναν ευρέως αποδεκτοί σε μη στερεοτυπικά μεταλλικά ακροατήρια και κάπου εκεί άρχισε ο πόλεμος. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που προσπάθησαν να μειώσουν την επιτυχία τους, αυτοί που τους χαρακτήριζαν ξεπουλημένους, χιπστεράδες, κι ότι το πέρασμα σε πιο shoegaze/post rock μονοπάτια είχε σκοπό το άνοιγμα σε πιο mainstream ακροατήριο και την επέκταση της αγοραστικής τους δύναμης. Η παγκόσμια αποθέωση για το δίσκο σε κάθε λογής μέσο δεν άφησε χρόνο στους Deafheaven να ασχοληθούν ιδιαίτερα με έχθρες και πολέμους και ήδη ετοίμαζαν στωικά το επόμενό τους βήμα σε πλήρη μυστικότητα. Για πολλούς το “Sunbather” είναι ενδεικτικό δείγμα ενός εκ των κορυφαίων άλμπουμ της δεκαετίας και δεν είναι λίγοι αυτοί που το θεωρούν ως ΤΟ καλύτερο άλμπουμ μεταξύ 2010-2019, όπως δεν είναι λίγες και οι συγκεκριμένες διακρίσεις που έχει λάβει όσον αφορά σε αυτή την κατηγορία. Το 2015 ήταν χρονιά νέας κυκλοφορίας για τη μπάντα, η οποία, έχοντας καθαρό μυαλό, δεν προσπάθησε να κάνει ένα δεύτερο “Sunbather”. Το συγκρότημα αλλάζοντας εταιρεία, προσχώρησε στην Anti- η οποία ήταν αδελφό παρακλάδι της Epitaph Records. Στις 28 Ιουλίου, η μπάντα ανακοίνωσε τον τίτλο του νέου δίσκου που θα ήταν “New Bermuda” και η ημερομηνία που ορίστηκε για την κυκλοφορία του ήταν στις 2 του Οκτώβρη, με το κοινό να περιμένει ανυπόμονα ύστερα από τον θρίαμβο του “Sunbather”. Mε τον Clarke να δηλώνει ότι ο τίτλος του δίσκου συμβολίζει «έναν νέο προορισμό στη ζωή, ένα νεφελώδες σημείο άφιξης και ένα άγνωστο μέλλον όπου όλα βυθίζονται και τα τραβάει το σκοτάδι μέσα του», ο δίσκος και πάλι έλαβε αποθεωτικές κριτικές. Ίσως όχι στο ίδιο επίπεδο με τον προκάτοχό του, καθώς τέτοια επιτεύγματα μία φορά πραγματοποιούνται, αλλά το σύνολο του τύπου εξήρε την προσπάθειά τους να μπορέσουν να απλώσουν τον ήχο τους ακόμα περισσότερο, βάζοντας περισσότερα στοιχεία σε σχέση με το παρελθόν. Το single “From The Kettle Onto The Coat” χρησιμοποιήθηκε ως έξτρα κομμάτι στην Ιαπωνική έκδοση. Το “New Bermuda” κατάφερε να αναρριχηθεί σε ακόμα ψηλότερη θέση στο Billboard 200 σε σχέση με το “Sunbather”, καθώς έφτασε στη θέση 63, ασύλληπτα πράγματα για μπάντα στο δικό τους ύφος! Ακολούθησε και πάλι μεγάλη παγκόσμια περιοδεία όπου η μπάντα αποθεώθηκε από το κοινό και φτάσαμε στο 2018 για να έχουμε νέο δισκογραφικό δείγμα από τους Αμερικάνους. Οι Deafheaven έκαναν διαθέσιμο το single “Honeycomb” στις 17 Απριλίου και ο δίσκος με τίτλο “Ordinary Corrupt Human Love” κυκλοφόρησε στις 13 Ιουλίου μέσα σε πλήρη παραδοχή του ταλέντου τους ακόμα κι από τους τελευταίους δύσπιστους και τους φανατικότερους εχθρούς που δημιούργησαν στο παρελθόν. Ο δίσκος που στην παραγωγή, εκτός του συνήθους ύποπτου Jack Shirley, είχε το άγγιγμα της Chelsea Wolfe και του Ben Chisholm, θεωρήθηκε ως η πιο πολυδιάστατη δουλειά τους, το σημείο όπου όλο τους το παρελθόν συνοψίζεται ηχητικά και δημιουργώντας προσδοκίες για ένα λαμπρό μέλλον. Το συγκρότημα δεν επαναπαύεται στις δάφνες της μεγάλης τους αποδοχής και κυκλοφορώντας το ζωντανό άλμπουμ “10 Years Gone” στις 4 Δεκεμβρίου του 2020, μας προετοιμάζει για νέο δίσκο, ο οποίος δε θα αργήσει πολύ να έρθει τελικά. Το “Infinite Granite” κυκλοφορεί από την Daymare Recordings στις 18 Αυγούστου του 2021 και θα τους εδραιώσει ακόμα περισσότερο στις καρδιές των οπαδών τους. Διαφορετικό από το “Ordinary Corrupt Human Love” αλλά πάντα υπό τον δικό τους προσωπικό ήχο, κατορθώνει να τους φέρει ακόμα και ως headliners στο Roadburn Festival όπου έπαιξαν όλο το “Sunbather” για την 10ετή επέτειο του, ενώ το “Infinite Granite” παίχτηκε επίσης όλο σε επιλεκτικές βραδιές. Στις 7 Φεβρουαρίου του 2024, επισημοποιήθηκε η συνεργασία τους με τη μεγάλη Roadrunner Records, με τους οπαδούς να τρίβουν τα χέρια τους από χαρά. Κι ερχόμαστε στη φετινή χρονιά, όπου οι Deafheaven πραγματικά ΕΚΠΛΗΣΣΟΥΝ το κοινό τους με το νέο απίστευτο, καταπληκτικό, κορυφαίο άλμπουμ “Lonely People With Power”, το οποίο χωρίς να ακούγεται ιεροσυλία, πολλοί έχουν αρχίσει και βάζουν δίπλα στο “Sunbather”, ενώ άλλοι δεν έχουν διστάσει να το χαρακτηρίσουν ως την κορυφαία τους δουλειά μέχρι στιγμής. Οι Deafheaven ακούγονται λες και σε κόβουν στα δύο και το αίμα που τρέχει δεν είναι από τις πληγές σου αλλά φεύγει από μέσα σου σε κόκκινο χρώμα όλος ο αρνητισμός και το ψυχικό βάρος που νιώθεις. Διάφανοι, επικίνδυνοι αλλά και αθεράπευτα ρομαντικοί στιχουργικά, μας παρουσιάζουν την καλύτερή τους εκδοχή εδώ και πολλά χρόνια, αν όχι όλων των εποχών. Στο άκουσμα του δίσκου, η Smoke The Fuzz θεώρησε χρέος να επισπεύσει την επιστροφή τους στην χώρα μας και, αν την προηγούμενη φορά το 2022 οι fuzzsmokers έκαναν το Gagarin άνω κάτω, δεν τολμούμε να σκεφτούμε τι μπορεί να συμβεί αυτή τη φορά με τα νέα κομμάτια ενώπιόν μας ως μία από τις πρώτες χώρες που θα εμφανιστούν για τη νέα τους περιοδεία. Ο Δεκέμβριος μοιάζει μακριά αλλά είναι πιο κοντά απ’ ό,τι νομίζετε, προσδεθείτε και προετοιμαστείτε ψυχολογικά γιατί η μπάντα είναι σε φρενήρη κατάσταση κι αποφασισμένη να τελειώσει ό,τι άρχισε την προηγούμενη φορά!
Messier 13
Οι Messier 13 είναι μια shoegaze μπάντα που σχηματίστηκε το 2020 στην Αθήνα. Με επιρροές από το ευρύ φάσμα του ατμοσφαιρικού alternative rock ήχου όπως οι My Bloody Valentine, Ride, Slowdive κ.α. κυκλοφόρησαν το Σεπτέμβρη του 2020 το πρώτο τους demo EP. Μετά από ανακατατάξεις στο line up, καθώς και αρκετούς ηχητικούς πειραματισμούς, κυκλοφορούν το ΕΡ “Harm” το 2023. Η μπάντα θα προσθέσει στον ήχο της στοιχεία από τη σύγχρονη grungegaze σκηνή, τα οποία, μαζί με slowcore πινελιές, συντελούν στη δημιουργία του ντεμπούτο άλμπουμ τους “Stay For a While” το οποίο κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2025 από την Inner Ear και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές.
Messier 13: Pavlo Paloka – Guitar, Vocals
George Ray – Guitar, Noise
Natalia – Bass
Nikolas – Drums, Keyboards-Synths
https://www.facebook.com/SmokeTheFuzzGigs
https://www.facebook.com/SmokeTheFuzzFestAthens/
Αφιέρωμα: Πάνος Σταυρουλάκης
*



